καρεκλάς

καρεκλάς
ο
αυτός που κατασκευάζει ή επιδιορθώνει ή πουλάει καρέκλες: Έσπασε το πόδι της καρέκλας και θα την πάω στον καρεκλά να τη φτιάξει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρεκλάς — ο [καρέκλα] αυτός που κατασκευάζει ή επιδιορθώνει ή πουλάει καρέκλες, καρεκλοποιός ή καρεκλοπώλης …   Dictionary of Greek

  • πλάτη — η 1. η ράχη, τα νώτα: Έχω έναν πόνο στην πλάτη. 2. ωμοπλάτη ζώου, η σπάλα. 3. το πίσω μέρος της καρέκλας, επίπλου, αντικειμένου: Η πλάτη της καρέκλας δεν είναι αναπαυτική. 4. μτφ., στήριγμα, υποστήριξη: Έχει πλάτες, γι αυτό μιλά έτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθεκλοποιός — ο κατασκευαστής ή επισκευαστής καρεκλών, καρεκλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέκλα + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιός, θαυματο ποιός. Η λ., στον τ. καθεκλοποιοί, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • καρεκλάδικο — το [καρεκλάς] κατάστημα όπου κατασκευάζονται ή πωλούνται καρέκλες, καρεκλοποιείο, ή καρεκλοπωλείο …   Dictionary of Greek

  • κιόνιο(ν) — το (AM κιόνιον, Μ και κιόνιν) [κίων] (υποκορ. τού κίων) μικρός κίονας μσν. 1. κολόνα, στύλος («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.) 2. πόδι τραπεζιού ή καρέκλας αρχ. κεντρικός άξονας γύρω από τον… …   Dictionary of Greek

  • κνημία — η (AM κνημία) [κνήμη] ακτίνα τροχού αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) το αντικνήμιο* β) στον πληθ. αἱ κνημίαι i) τα καλύμματα τής άμαξας ii) φθορές 2. (κατά τον Φώτ.) το πόδι καρέκλας …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • στήριγμα — Ημιορεινός οικισμός (62 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μύκης. * * * ίγματος, το, ΝΜΑ [στηρίζω] 1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα τής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Προϊστορικής Θήρας — Το μουσείο που στεγάζει τα αριστουργήματα της προϊστορικής Θήρας εγκαινιάστηκε με μεγάλη λαμπρότητα την άνοιξη του 2000. Στα 600 τ.μ. του δεύτερου ορόφου του κτιρίου, που έχουν διαμορφωθεί με σύγχρονη μουσειακή αντίληψη, εκτίθενται, χωρισμένα σε… …   Dictionary of Greek

  • ράχη — η 1. το μέρος του σώματος κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης και απ τις δύο μεριές της, τα νώτα, η πλάτη: Για να τον μεταφέρει, τον φορτώθηκε στη ράχη του. 2. η αντίθετη προς την κύρια όψη επιφάνεια κάθε πράγματος: Έβαλε το σακάκι του στη ράχη της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”